- κοσμώ
- (I)(ΑM κοσμῶ, -έω) [κόσμος]1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ.γ. «χαλκοῑς σῶμ' ἐκοσμήσανθ' ὅπλοις», Ευρ.)2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ' ἐκόσμησας λόγους», Ευρ.)3. μτφ. προσδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία, τιμή ή δόξα (α. «οι επιφανείς άνδρες κοσμούν την πατρίδα τους» β. «αἳ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεται ἐκόσμησαν», Θουκ.)μσν.1. μέσ. κοσμοῡμαι, -έομαιδιακρίνομαι για κάτι, είμαι έξοχος, θαυμαστός2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοσμημένος, -η, -ονκαταστόλιστοςμσν.-αρχ.βάζω σε τάξη, διευθετώ, ευτρεπίζω, τακτοποιώαρχ.1. παρατάσσω στρατό σε μάχη («κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἄνερας ἀσπιδιώτας», Ομ. Ιλ.)2. ετοιμάζω («τράπεζαν κοσμεῑ», Ξεν.)3. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ («ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα», Διον. Αλ.)4. (στην Κρήτη) είμαι κοσμήτορας, έχω την ανώτατη αρχή τού τόπου («ὅτι κατὰ τὴν Κρήτην κοσμοῡντος ἐν Γόρτυνι Κύδα τοῡ Ἀντάλκους», Πολ.)5. τιμώ, απονέμω τιμή ευτρεπίζοντας κάτι («ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῡσα», Σοφ.)6. θάβω, ενταφιάζω7. παθ. ανάγομαι, κατατάσσομαι σε κάτι («τὰ ἐς Πέρσας κεκοσμέαται», Ηρόδ.)8. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τά κοσμούμεναοι διαταγές, τα διατάγματα9. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεκοσμημένος, -η -ονκαλά διατεταγμένος, τακτικός, κόσμιος («ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος», Πλάτ.)10. φρ. α) «τὸ κοσμηθὲν αἷμα» — το υγιούς συστάσεως αίμα, το υγιώς κυκλοφορούν (Γαλ.)β) «κοσμῶ ἐμαυτόν» — συγκρατώ τον εαυτό μουγ) «ἐπὶ τὸ μεῑζον κοσμῶ» — καλλωπίζω με πρόσθετες διακοσμήσεις (Θουκ.).————————(II)κοσμώ, -οῡς, ἡ (Α) [κόσμος]ιέρεια τής Παλλάδος.
Dictionary of Greek. 2013.